- Ξενοφάνη
- Ξενοφάνηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ξενοφάνηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραφολόγος — ο αυτός που έχει ειδικευθεί στην, ή ασχολείται με τη, γραφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. αγγλ. graphologist < graphology (πρβλ. γραφολογία). Η λ. γραφολόγοι πληθ. μαρτυρείται το 1886 από τον Ξενοφάνη στο περιοδικό Εστία] … Dictionary of Greek
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Κολοφών — Αρχαία ιωνική πόλη της Λυδίας της Μικράς Ασίας, μεταξύ Σμύρνης και Εφέσου. Ιδρύθηκε από Ίωνες κατά τον 11ο αι. π.Χ. Κάτοικοί της μετοίκησαν στη Σμύρνη συντελώντας έτσι στον εξιωνισμό της πόλης. Η πόλη άκμασε ιδιαίτερα στη διάρκεια του 8ου και του … Dictionary of Greek